- ιστιοδρόμος
- ὁαυτός που ιστιοδρομεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο-δρόμος, ουρανο-δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστιοδρομία — ή 1. το να αρμενίζει πλοίο με φουσκωμένα τα πανιά, κν. αρμενισιά 2. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων πλοίων 3. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων οχημάτων στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ιστιοδρομικός — ή, ό [ιστιοδρόμος] αυτός που αναφέρεται στην ιστιοδρομία … Dictionary of Greek
ιστιοδρομώ — (Α ἱστιοδρομῶ, έω) (για πλοία) αρμενίζω με τα πανιά φουσκωμένα από τον άνεμο, με γεμάτα πανιά νεοελλ. παίρνω μέρος σε αγώνες ιστιοδρομιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < ἱστίον + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρομώ, πελαγο δρομώ. Με τη… … Dictionary of Greek